Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ Γ. ΚΟΛΙΑΔΗΜΑ

Η ιστορία του χωριού όπως την θυμάται ο πρώην γραμματέας της κοινότητας Ανηλίου

Άγγελος Γ. Κολιαδήμας.

Ο οικισμός Ανήλιου υπάγεται στην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας, και με το Καποδίστρια, είναι ένα από τα 19 Δημοτικά Διαμερίσματα του Δήμου Ζαχάρως. Ευρίσκεται νότια της έδρας του Δήμου και απέχει από την έδρα γύρω στα 5,5 km, έχει υψόμετρο 140-160 μέτρα, έχει αμαξωτό δρόμο και για να πας ξεκινώντας από την Ζαχάρω ακολουθείς την εθνική οδό Πύργου-Κυπαρισσία προς Κυπαρισσία και μετά από 3 km φθάνεις στην διασταύρωση προς Ανήλιο στρίβεις αριστερά και ακολουθώντας τον δρόμο συναντάς το σύγχρονο ελαιοτριβείο Ιωάννου και υιών Νικολόπουλων, περνώντας την μαγευτική κοιλάδα φθάνεις στο ειδυλλιακό τοπίο "ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΑ" όπου υπάρχει η ταβέρνα του Παναγιώτη Ζαφειράκη ενώ λίγα μέτρα μετά υπάρχει το ξενοδοχειακό συγκρότημα Ταξιάρχη Λουκοπούλου, και ύστερα από διαδρομή 2.400 μέτρα φθάνεις στο πρώτο οίκημα του χωριού που ήταν μέχρι το 1987 το Δημοτικό Σχολείο η ανέγερση του οποίου ήταν από προσωπική εργασία των κατοίκων και εράνου. Σήμερα μετά από ανακαίνιση χρησιμεύει για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις και για εκλογικό κέντρο. Προχωρώντας ακόμα 100 μέτρα φθάνουμε στο κέντρο του χωριού την λεγόμενη πλατεία όπου δεσπόζει ο νεόκτιστος ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και την συμπληρώνουν το καφενεδάκι του Άγγελου Δούφα και Πολυχρόνη Παπαθεοδώρου, Γεώργιου Καραχάλιου, και Κωνσταντίνου Φλέσσα.


Ονομασία του οικισμού εξήγηση για τα δύο ονόματα. Ο οικισμός είναι μέσα σε μια λεκάνη που περιβάλλεται από λόφους χαμηλού ύψους και διέξοδο έχει στη θέση Μπούρμπουλα με πλάτος 100 μέτρα και γι' αυτό τον λόγο άλλαξαν την παλιά ονομασία του χωριού από Γλάτσα σε Ανήλιο γιατί το παλιό του όνομα θεωρούταν σλάβικο. Όμως η νέα ονομασία το δυσφημίζει αφού στην πραγματικότητα έχει ήλιο αν εξαιρέσουμε 2 μήνες το χειμώνα που υπολείπεται κατά 1,5-2 ώρες της ημέρας και όσοι ξένοι έρχονται λένε ότι κακώς το ονόμασαν «Ανήλιο» διότι είναι και σε καλή τοποθεσία και μέσα στο πράσινο (και προ των πυρκαγιών του 2007 και μετά). Τώρα ως προς το πρώτο όνομα «Γλάτσα» λέγεται ότι είναι σλαβική προφορά αλλά μάλλον προέρχεται από το ρήμα γλιστρώ > γλίτσα > Γλάτσα, καθ' ότι το έδαφος είναι αργιλώδες και γλιστερό. Όμως υπάρχει και μία άλλη εκδοχή, ότι κατά την ενετοκρατία στην περιοχή καθόταν κάποιος Γάλλος βαρόνος με το όνομα Ντε Γλάτσης, όπου πήρε και η περιοχή το όνομά του όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις που θα αναφέρω και παρακάτω. Πριν του νόμου περί συνενώσεως των κοινοτήτων και την δημιουργία ο οικισμός αποτελούσε κοινότητα από το 1914 αρχικά ως κοινότητα Γλάτσης και από το 1927 ως κοινότητα Ανήλιου, και συνόρευε ανατολικά με την κοινότητα Ταξιαρχών, δυτικά με την κοινότητα Κακοβάτου, βόρεια με την κοινότητα Καλύδονας, και νότια με την κοινότητα Νεοχωρίου. Έχει έκταση 4000 στρέμματα εκ των οποίων το 70% είναι καλλιεργήσιμη έκταση και το υπόλοιπο δασική, αγροτικοί δρόμοι, χαντάκια ρέματα και ο οικισμός. Επίσης το 70% του εδάφους είναι λοφώδες και το υπόλοιπο πεδινό. Σημαντικό επίσης είναι ότι. το 90% του εδάφους είναι αργιλώδες και χωματώδες και το υπόλοιπο 10% είναι πετρώδες και κοκκινόχωμα, αυτά ως προς την διαμόρφωση του εδάφους.

Τώρα ως προς την γεωργική εκμετάλλευση, σήμερα το 90% της καλλιεργήσιμης γης είναι με ελαιοκαλλιέργειες και το υπόλοιπο είναι λίγα θερμοκήπια, λίγα αμπέλια, λίγα εσπεριδοειδή και λίγα για κτηνοτροφικές καλλιέργειες. Επίσης να αναφέρω ένα σημαντικό, ότι το 50% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων είναι ξένων δημοτών. Θα κάνω μια αναδρομή από την απελευθέρωση μέχρι πριν 30 χρόνια ως προς τις καλλιέργειες πριν προχωρήσω στο ιστορικό του χωριού. Κατ' αρχήν η μόνη καλλιέργεια και η σημαντικότερη ήταν η κτηνοτροφία. Η καλλιέργεια δημητριακών και ελαιοκαλλιέργεια ήταν μόνο για τις ανάγκες της οικογένειας, μετά ήρθε η καλλιέργεια της σταφίδας «κορινθιακή» και η ακμή της ήταν μεταξύ 1910-1980 και ήταν το προϊόν που απέφερε λίγο ως προς το οικονομικό. Εδώ θα αναφέρω ορισμένα στατιστικά για την παραγωγή, μέχρι το 1960 παραγόταν και ξερή σταφίδα που έφτανε τους 70 με 90 τόνους αλλά και χλωρή για οινοποιία. Από το 1960 έως το 1980 το 95% της παραγωγής που πλησίαζε τους 800 τόνους πήγαινε για οινοποιία, ενώ μετά το 1980 δεν υπήρχε ίχνος. Τώρα ως προς την σιτοκαλλιέργεια μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο λόγω της διάδοσης των λιπασμάτων η σιτοκαλλιέργεια αλλά και η απόδοση κατά στρέμμα αυξήθηκε και έφτασε στο σημείο να παράγονται γύρω στους 400 τόνους. Η σιτοκαλλιέργεια διατηρήθηκε και αυτή έως το 1980 και έκτοτε δεν παράγεται ούτε σπυρί σιτάρι. Επίσης αναφέρω ότι μετά το 1955 έως το 1980 αναπτύχθηκε η καλλιέργεια τομάτας, ενώ σήμερα καλλιεργείται μόνο για οικιακή κατανάλωση. Ακόμη από το 1965 έως το 1980 αναπτύχθηκε το επιτραπέζιο σταφύλι με ικανοποιητική παραγωγή. Σήμερα ένα αμπέλι υπάρχει στα χωράφια που αναφέρω, και στις καλλιέργειας αυτές φυτεύονταν ελιές, όπου σήμερα είναι η μόνη καλλιέργεια. Αυτά είχα να γράψω ως προς την τοποθεσία, το όνομα, την έκταση, την διαμόρφωση του εδάφους και τις καλλιέργειες.

Και τώρα θα ασχοληθώ με την ιστορία του οικισμού προσπαθώντας να εξηγήσω όσο καλύτερα μπορώ έχοντας βοήθεια τα διάφορα ευρήματα και ερείπια που υπάρχουν. Από τη παράδοση λέγεται ότι η περιοχή ήταν μετόχι της μονής Στροφάδων και ότι έρχονταν από τις Στροφάδες με βάρκες και την καλλιεργούσαν. Και λέγεται το εξής περιστατικό, σπέρνοντας τα χωράφια τους είχε μείνει ένα κομμάτι και επειδή δεν τους έμενε χρόνος, κάθισαν και το έσπειραν την Κυριακή και αυτό λασποκιλομένο. Όταν ήρθαν ξανά για βοτάνισμα είδαν ότι το σιτάρι που είχαν σπείρει την Κυριακή ήταν το καλύτερο, ήρθε δε και ο θερισμός που ήταν σε άριστη κατάσταση και αποφάσισαν οι καλόγεροι να το θερίσουν και να το αλωνίσουν χωριστά από τα άλλα και το άφησαν τελευταίο. Σηκώθηκαν την άλλη μέρα να πάνε να το θερίσουν και βρέθηκαν προ εκπλήξεως αφού είχε πιάσει φωτιά και είχε καεί. Και λέγεται ότι όταν ήρθαν οι πρώτοι κάτοικοι, οι Μποφιλαίοι συγκεκριμένα, έδιωξαν βίαια τους καλόγερους και λέγεται ότι το χωριό το έχουν αφορίσει. Μπορεί αυτή η εκδοχή να είναι αληθινή ως προς τη νέα οίκηση η οποία χρονολογείται από τα μέσα του 1800 αιώνα μΧ. Όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά γιατί από τα ευρήματα, τα θεμέλια παλαιών εκκλησιών προκύπτει ότι η περιοχή κατοικούνταν από πολύ παλιά. Και πριν αναφέρω δια τα ευρήματα τα τοπωνύμια «Κάτω Γλάτσα», «Πάνω Γλάτσα», «Γλατσοπούλα» είναι παράγωγα του αρχικού ονόματος «Γλάτσα», άρα πρέπει να κατοικούνταν ο οικισμός στην τοποθεσία που σήμερα είναι, και ίσος δημιουργήθηκε από ένα γεωλογικό φαινόμενο.

Τώρα έρχομαι να αναφέρω τα ευρήματα που υπάρχουν: Ο βυζαντινός ναός της Παναγιάς της των Πάντων Χαράς

κτίστηκε τον 12 με 13 αιώνα. Ο ναός της μεταμόρφωσης του Σωτήρως κτίστηκε κατά τον 700 αιώνα μΧ. Το 1972 κατά την εξόριση αμμοχάλικου για τους αγροτικούς δρόμους βρέθηκαν πιθάρια προϊστορικά που χρησιμοποιήθηκαν ως λάρνακες όπου ήλθαν αρχαιολόγοι και τα εξέτασαν και αποφάνθηκαν ότι ήταν τάφοι προχριστιανικοί. Επίσης σε δύο σημεία στη περιοχή που φανερώθηκαν πήλινες σωλήνες ύδρευσης σε βάθος ενός και πλέον μέτρων στη θέση (Μπούρμπουλα και κουκουνάρα ) αυτό μαρτυρεί ότι σε κάποιο σημαντικό μέρος πρέπει να υδρευόταν και ως τούτου ήταν το ανάκτορο του Νέστορος, άρα συμπεραίνετε ότι περιοχή ήταν στην δικαιοδοσία του Νέστορα. Ένα άλλο εύρημα που μαρτυρεί την κατοίκηση, είχε βρεθεί μια μαρμάρινη πλάκα και στο ένα μέρος είχε αρχαία γράμματα. Αυτός που την είχε στο σπίτι του από το λείο μέρος την χρησιμοποιούσε για να τρίβει αλάτι. Κατά το 1960-1966 ήρθε λέγεται η αρχαιολογία και την πήρε όπου την πλήρωσε 15.000 δρχ. Ένα άλλο που διαδόθηκε όταν πέθανε κάποιος Κολιαδήμας, το παιδί του εκμυστηρεύτηκε ότι είχαν βρει πλησίον του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρως ένα αγαλματίδιο το οποίο το έχωσαν ξανά διότι είχε πει ο πατέρας ότι αν το ανακοινώσει θα έρθει η αρχαιολογική υπηρεσία και θα τους πάρουν τα χωράφια. Τον παρακαλέσαμε να μας υποδείξει το μέρος που το είχαν θάψει όμως αυτό έγινε αδύνατο αφού μετά από λίγο πέθανε και έτσι δεν μπορούμε να το ανακαλύψουμε. Επίσης λέγεται ότι όταν άνοιγαν θεμέλια για να κατασκευάσουν σπίτι οι Κατεριναίοι βρέθηκαν μάρμαρα όλα αυτά μαρτυρούν ότι κατοικούταν. Για το πότε θα προσπαθήσω να προσεγγίσω την χρονολογία. Όπως έγραψα και πιο πάνω ότι ευρέθη αγωγός ύδρευσης που κατά πάσα πιθανότητα υδρευόταν το ανάκτορο του Νέστορα πρέπει η περιοχή να κατοικούταν από τότε το 1200 π.Χ. για να είναι εξασφαλισμένη η φυλασσόμενη πηγή όπου πιθανόν και αρχαίο κάστρο που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο βορειοανατολικά του οικισμού και απόσταση σε ευθεία 1600μ. να ήταν φυλάκιο του Βασιλείου του Νέστορα. Τώρα έρχομαι για τα υλικά κατασκευή; του Ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρως ο οποίος βρίσκεται 150 μ. βόρεια από το κέντρο του χωριού. Είναι κατασκευασμένος με μαρμάρινες συμπαγές κομμάτια άνω των 2 μέτρων (είναι σπασμένες και κομμάτια βρίσκονται σε σπίτια για να τρίβουν το αλάτι) και 1 μέτρου περίμετρο. Όμως πως βρέθηκαν αφού η περιοχή αλλά και ολόκληρη η Πελοπόννησος δεν έχει μάρμαρα, πως ήρθαν με τι και γιατί τόσα έξοδα αλλά και επίσης οι πυρόλιθοι που δεν υπάρχουν γύρω εδώ στη περιοχή και γιατί να κατασκευάσει τέτοιον μεγαλοπρεπή ναό. Και ένα άλλο συμπέρασμα βγαίνει από το ότι όταν κτίστηκε ο βυζαντινός αυτός ναός πιθανόν μετά τον 60 αιώνα μΧ. και τότε πρωτοεμφανίστηκε ο βυζαντινός ρυθμός, η Ελλάδα γενικώς μαστιζόταν από τις ορδές των Σλαβικών φυλών άρα πιθανόν να μη είχαν τις δυνατότητες να μεταφέρουν τις μαρμαρένιες κολώνες. Άρα ο ναός θα είναι προχριστιανικός και να ήταν αφιερωμένος στον θεό Απόλλωνα για να τον εξευμενίσουν και να τον παρακαλέσουν να τους δίνει φως ως θεός του φωτός λόγω του ότι ο οικισμός περιτριγυρίζεται από λόφους. Ερχόμενη η Χριστιανική θρησκεία, την μετέτρεψαν σε ναό της μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Οι διαστάσεις του ναού, τα υλικά της κατασκευής του μαρτυρούν ότι ο οικισμός ήταν ακμαίος, πολυπληθής και με οικονομική άνεση. Και τώρα από που ήρθαν και με τι ήρθαν, το πιθανότερο είναι ότι τα μάρμαρα είναι ή από την Πάρο ή από την Νάξο και ήρθαν με πλοίο στην περιοχή του Κακοβάτου, τότε η περιφέρεια του οικισμού έφθανε μέχρι την θάλασσα και με αραμπάδες ήρθαν εδώ. (απόσταση ακτή - οικισμού 5000 μέτρα). Ο ναός αυτός πρέπει να διατηρήθηκε γύρω στα 1000 χρόνια και πιθανόν να κατέρρευσε την εποχή που καταποντίστηκε και η αρχαία «Σαμίκη» και έγινε η λίμνη του Καϊάφα, γύρω στον 50 αιώνα μΧ. Στα θεμέλια του ναού αυτού πρέπει να κτίστηκε νέος ναός βυζαντινού τύπου καθ' ότι υπάρχουν τρεις αχιβάδες, που κτίστηκαν κατά τον 70 αιώνα μΧ., δηλαδή τότε περίπου διαδόθηκε ο βυζαντινός ρυθμός. Όμως πρέπει γύρω στο τέλος της 1 ης χιλιετίας μΧ. στην περιοχή του οικισμού να έγιναν κατολισθήσεις και έκτοτε οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τη περιοχή για ασφαλέστερα μέρη, όπου δημιουργήθηκαν οι συνοικισμοί της Κάτω Γλάτσας ή παλιοχώρι στην θέση κοντά στον εθνικό δρόμο Πύργου - Κυπαρισσίας άνωθεν του ελαιοτριβείου του Σπύρου Δημητρόπουλου, και της Πάνω Γλάτσας νοτιοανατολικά του χωριού και απόσταση περίπου γύρω στα 1000 μέτρα στις Παναγιές Αγκινάρα. Δεν βρέθηκαν και στις δύο περιοχές πολλά πέτρινα θεμέλια καθ' ότι συμπεραίνεται ότι είχε παρέρθει η οικονομική άνεση και οι κατοικίες πρέπει να ήταν με πατοτές. Ο δε συνοικισμός Γλατσοπούλα νότια από τον αρχικό οικισμό και απόσταση γύρω στα 2000 μέτρα είναι πολύ νεότερος όπου υπάρχουν θεμέλια οικιών καθ' ότι εγκαταλείφθηκε το τέλος του 1900 αρχές 2000 αιώνα. Η τουρκική κατοχή αυτούς τους συνοικισμούς βρήκε, και αυτό μαρτυρούν τα τουρκικά τοπωνύμια, οι τόποι που κατοικούσαν οι αγάδες, όπως Τζεχικαγά, και Αληλαγά στην περιοχή της Κάτω Γλάτσας και Μπίρνταχα στην περιοχή της Άνω Γλάτσας-Πέρα ρούγα. Γι' αυτό τον λόγο λέγεται ότι η σημερινή τοποθεσία κατοικήθηκε πρώτα από Μποφιλαίους και άλλους που θα αναφέρω παρακάτω.

Κάτω από τον οικισμό Πάνω Γλάτσα και γύρω στα 100 μέτρα υπάρχει σχεδόν ερειπωμένος ο ναός της Παναγίας της των Πάντων Χαράς, βυζαντινού τύπου, μεγαλοπρεπή ς και σχετικά μεγάλων διαστάσεων. Από τα υλικά που έχει κατασκευασθεί ορισμένα, όπως μάρμαρα και πωρόλιθοι, πρέπει να έχουν παρθεί από τον ναό της μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Ο ναός αυτός έχει κτισθεί κατά τον 120 με 130 αιώνα μΧ., όπου τον περιγράφει με λεπτομέρειες ο βυζαντινολόγος Χαράλαμπος Μπούρας. Αυτά που θα αναφέρω είναι λίγο φανταστικά, ότι κατά την κατασκευή του καταναλώθηκαν 40 φορτώματα αλάτι, 40 βόδια και αμέτρητα γιδοπρόβατα. Η κατασκευή του έγινε όταν κτιζόταν και ο βυζαντινός ναός στους Χριστιανούς όπου ο πρωτομάστορας άφησε το μαστορόπουλό του να κτίσει το ναό και αυτός πήγε στους Χριστιανούς. Όταν γύρισε είδε ότι ο ναός είχε κάτι το υπέροχο, συνεχάρη το μαστορόπουλο αλλά σύντομα το σκότωσε διότι φάνηκε ότι ήταν ανώτερο του και θα του έπαιρνε τη δουλειά και λέγεται ότι είναι θαμμένος στην νότια πόρτα του ναού. Ο ναός αυτός ήταν σε καλή κατάσταση σχεδόν μέχρι το τέλος του 1900 αιώνα όπου κάθε χρόνο, το ψυχοσάββατο και την παραμονή της Πεντηκοστής λειτουργούσαν καθ' ότι εκεί μέχρι το τέλος του 1900 αιώνα ήταν νεκροταφείο. Επίσης αντί για κόλλυβα μοίραζαν κρέατα και διάφορα γαλακτοκομικά προϊόντα διότι εκεί ήταν κτηνοτρόφοι. Ο ναός αυτός κατέρρευσε πιθανότατα κατά τα έτη 1896-98 από σεισμούς, ο πρόναος και τμήμα της οροφής, και επειδή ο οικισμός της Άνω Γλάτσας «παλιοχωρίου» εγκαταλείφθηκε και συγκεντρώθηκαν στον οικισμό που είναι σήμερα και η συντήρηση του Ναού όπου στους τοίχους του Ναού φύτρωσαν δέντρα και λέγεται ότι ο Δημήτρης Λαμπρόπουλος πήγε να κόψει τα δέντρα του παρουσιάστηκε στον ύπνο του μια μεταμορφωμένη γυναίκα η οποία τον φοβέρισε και του σύστησε ότι αν θα ξαναπάει θα πεθάνει. Τότε ο κόσμος ήταν περισσότερο θεοφοβούμενος και το όνειρο το απέδωσε ότι ήταν η Παναγία και έτσι ο ναός άρχισε να ερειπώνεται. Ο τότε κόσμος δεν γνώριζε την αξία του μνημείου και άρχισε να το καταστρέφει αφαιρώντας τους πωρόλιθους αλλά και οι προεστοί το ίδιο έκαναν όταν το 1950 κτιζόταν το δημοτικό σχολείο αφαίρεσαν πωρόλιθους για αγκωνάρια και ο παπάς του χωριού για την καμπάνα του ναού του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου αφαίρεσαν τους ολίγους πωρόλιθους. Επίσης θα αναφερθώ για τον ναό αυτό που λέγεται ότι ήταν μοναστήρι και ερωτάτε αν ήταν μοναστήρι αφού έπρεπε να έχει γύρω κελιά για τους μοναχούς. Άρα έπρεπε να υπάρχουν θεμέλια που όμως δεν υπάρχουν. Αν πάλι όπως λέγεται ήταν μετόχι της μονής Στροφάδων γιατί να έχουν κατασκευάσει τέτοιον περικαλλή ναός Αλλά και αν ήταν μοναστήρι γιατί επέτρεπαν να είναι νεκροταφείο αλλά και εκτός αυτού τα Στροφάδια αναπτύχθηκαν πολύ μετά από την ανέγερση του ναού, άρα ο ναός κτίστηκε από τους κατοίκους όταν διαλύθηκε ο οικισμός της Γλάτσας και οι κάτοικοι ήρθαν και κατοικούσαν στα υψώματα γύρω από τον ναό τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως ενοριακό ναό. Το 1950 το τμήμα του ιερού ήταν σε σχεδόν καλή κατάσταση και όταν συνειδητοποίησαν οι προεστοί την αξία του μνημείου, αν και το είχαν οι ίδιοι καταστρέψει, ειδοποίησαν την αρχαιολογική υπηρεσία και ήρθαν αρχαιολόγοι ως και ο καθηγητής βυζαντινολογίας Χαράλαμπος Μπούρας και όπως αναφέρω πιο πάνω περίγραψε και προσδιόρισε το χρόνο κατασκευής του. Όμως για την διατήρησή του στο σημείου που βρίσκεται χρειάζονταν έξοδα που το ελληνικό κράτος και η αρχαιολογική υπηρεσία δεν είχαν να τον συντηρήσουν. Επίσης υπήρχε μέχρι κάποια εποχή αρχαιοφύλακας που 2 φορές το μήνα τον επισκεπτόταν. Όταν το 1998 δόθηκαν χρήματα για την συντήρηση του ναού ήρθαν και στύλωσαν το ναό με, «καλάμια» λέω εγώ, καδρόνια τα οποία τα κάλυψαν με νάιλον αλλά ήταν χλωρά και άναψαν. Όταν είδε η υπηρεσία ότι κακώς έκανε, το έδιωξε το νάιλον, όμως η ζημιά είχε γίνει αφού τα ξύλα σάπισαν και η νότια αχιβάδα κατέρρευσε, ήρθαν και οι πυρκαγιές του 2007 και τα έκαψε. Τότε η βυζαντινή υπηρεσία συνειδητοποίησε την αξία του ναού και χρηματοδότησε στο σημείο που είναι σήμερα να τον υποστυλώσει και να τον σκεπάσει, και λέω ότι αν τα έργα που έγιναν σήμερα γίνονταν το 1998 θα ήταν ο ναός σε πολύ καλλίτερη κατάσταση αλλά εμείς οι Έλληνες περιμένουμε να καταστραφούν το κάθε τι και έπειτα να ενεργήσουμε ή να επιρρίψουμε ευθύνες στους άλλους και εμείς να εμείς να είμαστε απαθείς όπως παραδείγματος χάριν πάμε στο γιατρό εφόσον είμαστε με το ένα πόδι στο τάφο.

Τώρα έρχομαι να αναφέρω περί της νέας εγκατάστασης του οικισμού Γλάτσας. Όπως έγραψα και πιο πάνω οι πρώτοι

κάτοικοι ήταν οι Μποφιλαίοι καθ' ότι ήταν κυνηγημένοι από τους Τούρκους και εγκαταστάθηκαν στο σημείο αυτό γιατί ήταν πυκνό δάσος και υπήρχε τρεχούμενο νερό για τις ανάγκες τους. Στη συνέχεια ήρθαν οι Φλεσσαίοι οι οποίοι λέγουν ότι κατάγονται από το γενεαλογικά δέντρο του Παπαφλέσσα, οι οποίοι καθημερινώς είχαν καυγάδες και εξαναγκάστηκαν να φύγουν και πήγαν και εγκαταστάθηκαν στην Κακαβαριά. Μετά ήρθαν οι Κολιαδημαίοι από Κράνα, ως και Κρανιταίοι οι λεγόμενοι Μπελοναίοι, ο δε Ηλίας Κρανίτης πολύ μετά. Επίσης ήρθαν οι Σκουρτσιδαίοι. Οι Θεοδωρόπουλοι και σιγά σιγά και αυτοί που κατοικούσαν στην Κάτω Γλάτσα και Πάνω Γλάτσα ήρθαν και έκαναν ένα ενιαίο οικισμό. Όταν σχεδόν αναπτύχθηκε ο οικισμός στα θεμέλια του ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρως ο οποίος βρίσκεται 150 μέτρα από την πλατεία του χωριού βόρεια και 50 ανατολικά του νεόκτιστου Δημοτικού Σχολείου, ανέγειραν ναό όχι στις διαστάσεις που ήταν αλλά μικρότερο για εκκλησίασμα. Στο ναό αυτό υπήρχε και υπάρχει πέτρινη κολυμπήθρα που μέχρι το 1950 εκεί γινόταν η βάπτιση των κατοίκων. Επειδή λόγω των βροχών δημιουργήθηκε πρόβλημα κατά το πρώτο μισό του 1900 αιώνα αποφάσισαν να ζητήσουν νέο ναό και παραχωρήθηκε οικόπεδο από τους Κρανιταίους και έκτισαν τον ναό του Άγιου Ιωάννη του Χρυσοστόμου όπου και τον έκαναν ενοριακό ναό και αναφέρω το εξής χαρακτηριστικό ότι με το όνομα αυτό ζήτημα να υπάρχει κάποιοις ναός σε όλη την Πελοπόννησο. Επίσης αναφέρω ότι ο ενταφιασμός όλων των κατοίκων γινόταν στην Παναγιά γιατί εκεί υπήρχε νεκροταφείο και αναφέρω χαρακτηριστικά ότι ο τελευταίος που θάφτηκε από το συνοικισμό ήταν ο Νίκος Μποφίλης και από την Αλυσίβα ο Γεώργιος Αθανασόπουλος ή <βρικόλακαξ>. Επειδή ήταν λίγο μακριά και δρόμος καλός δεν υπήρχε αποφασίστηκε να κάνουν νεκροταφείο κοντά. Και ξανά οι Κρανιταίοι παραχώρησαν οικόπεδο γύρω στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο όπου και έγινε νεκροταφείο. Επειδή όμως δεν μπορεί να είναι ενοριακός ναός και νεκροταφείο μετά το 1950 αποφάσισαν τότε οι προεστοί να ανεγείρουν νέο ναό και επειδή ο ναός της μεταμόρφωσης της Σωτήρως είχε χαρακτηριστεί αρχαιολογικός λόγος αποφασίστηκε το όνομα του ναού αυτού να το δώσουμε στο νέο ανεγειρόμενο ναό, όπως και έγινε. Θα αναφερθώ και λίγο για το ναό αυτό πριν το πόλεμο του 1940, πρωτοβουλία των κατοίκων και με προσωπική εργασία έκαναν ανασκαφές και βρέθηκαν τέσσερες μαρμάρινες κολώνες. Ειδοποιήθηκε η αρχαιολογική υπηρεσία, όπου τα είδε και απαγόρευσε κάθε περαιτέρω εργασία, όμως δεν μας απαγόρευσε να λειτουργείται και γινόταν λειτουργεία κάθε χρόνο στις 6 Αυγούστου ήμερα εορτής. Το τότε εκκλησιαστικό συμβούλιο ζήτησε άδεια για επισκευή της σκεπής από την αρχαιολογική υπηρεσία η οποία αντέδρασε. Η τελευταία λειτουργία έγινε το 1968 ή το 1970 και έκτοτε έμεινε στην τύχη της και σιγά σιγά κατέρρευσε ενώ η αρχαιολογική υπηρεσία δεν έδωσε κανένα ενδιαφέρον, ενώ τώρα τελευταία όχι για να την αποκαταστήσει αλλά ήρθε την περίφραξε και δεν επιτρέπει στο χωριό να διώξει τα χορτάρια και οι επισκέπτες που έρχονται να μη μπορούν να περάσουν από τα νεράγκαθα. Αλλά προ πενταετία ήρθε η βυζαντινή αρχαιότητα και αφαίρεσε τα κιονόκρανα με την πρόφαση να τα συντηρήσει και τα πήρε για να στολίσει το ενετικό κάστρο της Κυλλήνης ενώ αυτά ήταν κειμήλια του Ανήλιου <παλιάς Γλάτσας> Εφόσον δεν παραμείνουν στο τόπο που βρέθηκαν πως είναι δυνατόν να υπάρχει τουρισμός αφού πηγαίνουν να στολίσουν άλλα σημαντικότερα μέρη. Αν ήθελε η υπηρεσία συντηρούσε τον ναό συντηρούσε τον ναό και να γίνει μουσείο συγκεντρώνοντας όλα τα ευρήματα που βρέθηκαν στην περιοχή. Και αν δεν υπήρχαν χρήματα μπορούσε η υπηρεσία να επιστρέψει αυτά που αφαίρεσε και να τα βάλει στο οίκημα του δημοτικού σχολείου που σήμερα είναι ανενεργό και χρησιμεύει για πολιτιστικές εκδηλώσεις. Για την ανέγερση του νέου ναού το 1950 δημιουργήθηκε ερανική επιτροπή με πρόεδρο τον ιερέα Γεώργιο Κολιαδήμα συγκεντρώθηκαν ορισμένα χρήματα και αφού δωρεάν παραχωρήθηκε οικόπεδο από Ευθ. και Δημ. Ψωμά και Διο. Ψωμά και αγοράστηκε οικόπεδο από τους Καστριναίους και λίγο από τον Ιωάννη Φλέσσα κτίστηκε ο επιβλητικός σήμερα ιερός ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρως ο οποίος δεσπόζει στο κέντρο του χωριού ο οποίος άρχισε να λειτουργεί από το 1972.

Τώρα θα αναφέρω τις περιπέτειες του νέου οικισμού. Ο οικισμός συμπτύχτηκε σχεδόν κατά το τέλος του 190υ αιώνα. Όμως κατά το 1898 από σεισμό το νερό της βρύσης χάθηκε και οι κάτοικοι έφερναν νερό από το ποτάμι. Οι Κολιαδημαίοι δεν άφηναν να πιάσουν νερό από το κουβέλι που βρισκόταν στο μέσα στο οικόπεδο τους το οποίο το είχαν καταπατήσει κτίζοντας σπίτι αυτό που σήμερα είναι το καφενείο του Άγγελου Δούφα με σκοπό να οικειοποιήσουν το νερό για άρδευση των κτημάτων τους. Τώρα οι κάτοικοι δεν είχαν όπως λέγω νερό αποφάσισαν να ανοίξουν πηγάδι στην υποτιθέμενη πλατεία είτε για να πιάσουν το νερό του κουβελιού είτε το χαμένο νερό της βρύσης. Οι Κολιαδημαίοι κατ' αρχήν αντέδρασαν αλλά τελικώς υποχώρησαν από την γενική κατακραυγή. Τελικώς άνοιξαν πηγάδι ενώ το νερό της πηγής του κουβελιού δεν επηρεάστηκε. Μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα τριών περίπου ετών το νερό της βρύσης επανήλθε, όμως την βρύση την κατασκεύασαν πλησίον της πηγής ενώ παλαιότερα ήταν στο κάτω μέρος της πλατείας. Το νερό του πηγαδιού χρησιμοποιούταν μόνο για τα ζώα γιατί είχε μια οσμή είτε από διάφορα μέταλλα του υπεδάφους είτε λόγω στασιμότητας. Το 1957 οι τότε προεστοί για να μεγαλώσουν την πλατεία αποφάσισαν να σκεπάσουν το πηγάδι και να διώξουν το αλώνι του πηγαδιού που έπιανε το 1/3 της πλατείας, το νερό δε το μετέφεραν με σωλήνες στο Δημοτικό Σχολείο που τότε λειτουργούσε. Μαζί με το σκέπασμα του πηγαδιού κόπηκε και ο αιωνόβιος πλάτανος όπου στον ίσκιο του κάθονταν οι γέροι και ‘κουτσομπόλευαν’.

Το 1965 γίνεται ο σεισμός και ξαναχάνεται το νερό της βρύσης, φως δεν υπήρχε, ο κύριος δρόμος καταστράφηκε από το ποτάμι που ήταν δίπλα οπότε οι τότε προεστοί έκριναν καλό να γίνει μετοίκηση. Έκαναν αίτηση και με απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου υπέδειξαν και την τοποθεσία όπου ήταν εκεί που είναι σήμερα το ελαιοτριβείο του Νικολόπουλου, ανατολικά της εθνικής οδού Πύργου Κυπαρισσίας. Οι μηχανικοί που ήρθαν το ενέκριναν και περιμέναμε να γίνουν οι απαλλοτριώσεις όμως η κυβέρνηση τότε αποφάσισε να γίνει ένας οικισμός μαζί με την Καλίδονα και Σχίνους και προτάθηκε ως τοποθεσία από διασταύρωση Καλύδονας έως Μακρυγιάννη ανατολικά της εθνικής οδού. Τότε οι κυβερνήσεις άλλαζαν κάθε λίγο και λιγάκι, και βλέποντας οι Ζαχαραίοι ότι αν γίνει ο νέος οικισμός θα έχει καλύτερη ρυμοτομία και θα αναπτυχθούν εμπορικά κέντρα αντέδρασαν προτείνοντας στην τότε κυβέρνηση Στεφανόπουλου οι οικισμοί να προστεθούν γύρω από τη Ζαχάρω. Ο αρμόδιος υπουργός εσωτερικών έστειλε τηλεγράφημα να του απαντούσαμε αν δεχόμαστε να μεταφερθεί ο οικισμός μας γύρω από τη Ζαχάρω. Γνωρίζοντας ότι οι κυβερνήσεις την εποχή εκείνη δεν ήταν σταθερές ούτε πρόκειται να γίνουν αυτά που λέγονται τηλεγράφησε το τότε συμβούλιο ότι αποδεχόμαστε την πρόταση. Δεν πέρασε πολύς καιρός και έγινε η δικτατορία η οποία βρήκε όλα τα έγγραφα στο Υπουργείο και αμέσως άρχισε να τα εφαρμόζει παρά τις παραστάσεις που κάναμε να ενωθούμε με τον Κακόβατο. Προχώρησε λοιπόν στις απαλλοτριώσεις γύρω από τη Ζαχάρω και χωροθέτησε την περιοχή την οποία έβγαλε Μόμα φτιάχνοντας προκατασκευασμένα σπίτια και για τις τρεις προαναφερθέντες κοινότητες καθώς και για την Αρήνη. Μέχρι να κατασκευή του οικισμού και την κλήρωση μεσολάβησαν τα εξής:

1) Ηλεκτροδοτήθηκαν από την ΔΕΗ και τα τέσσερα χωριά

2) Αλυσοδέθηκε ο χείμαρρος

3) Αποκαταστάθηκε ο δρόμος

Επειδή άργησε να γίνει η κλήρωση τσιμενταρίστηκαν οι εσωτερικοί δρόμοι ως και τμήμα του κοινοτικού, έπειτα ασφαλτοστρώθηκαν οι εσωτερικοί δρόμοι μετά σύναψε η κοινότητα δάνειο και ασφαλτοστρώθηκε κατά 8/10 ο κοινοτικός δρόμος. Έγινε η κλήρωση του 1981-82 και από τότε άρχισε να φθείρεται περισσότερο ο οικισμός διότι έφυγαν ορισμένοι για τη νέα τους κατοικία. Όμως οι μισοί κάτοικοι παρέμειναν στις παλιές τους κατοικίες τις οποίες δεν εγκατέλειψαν γιατί με τις ίδιες δαπάνες τις συντηρούσε ενώ ορισμένοι πούλησαν τα σπίτια ή τα οικόπεδα που πήραν. Τα σπίτια που εγκαταλείφθηκαν στο χωριό ήρθαν και τα αγόρασαν Γερμανοί (αυτή την στιγμή είναι 10 Γερμανοί τα οποία τα χρησιμοποιούν για να έρχονται το καλοκαίρι για παραθερισμό).

Όπως γράφω περιγράφοντας και εξηγώντας τα ευρήματα προκύπτει ότι όχι μόνο κατοικούταν η περιοχή αλλά πρέπει να ήταν σημαντικό μέρος και ακμάζουσα περιοχή κατά την αρχαιότητα. Και θα σας αναφέρω και το εξής χαρακτηριστικό, όταν κατά μια εκδρομή που πήγα στις Σπέτσες στο Μουσείο της Μπουμπουλίνας υπάρχει χάρτης του 1810 που αναφέρει το όνομα Γλάτσα ενώ Κακόβατο ή Ζαχάρω δεν αναφέρει γιατί δεν υπήρχαν. Η δε περιοχή πάνω από το σιδηροδρομικό σταθμό του Κακοβάτου λεγόταν μέχρι πρότινος Γλατσιτόκαμπος γιατί η έκταση του οικισμού ήταν η Αγκινάρα Αλυσίβες Κακαβαρίς και έφθανε ως τη θάλασσα. Κατά την εποχή του Νέστορα ήταν στη δικαιοδοσία του και κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. αποτελούσε μαζί με το Λέπραιο συνομοσπονδία και ίσως όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης στην μάχη των Πλαταιών ήταν 200 Λεπραιότες καθώς και γύρω στους 60 Γλατσίτες. Και όπως συμβαίνει υπάρχει ακμή άρα υπάρχει και παρακμή, έτσι και ο οικισμός του Ανηλίου σήμερα είναι ένας ασήμαντος οικισμός αν και η τοποθεσία είναι ιδανική εμείς οι ίδιοι πάμε να την διαλύσουμε με τις ενέργειές μας. Όταν άρχισε να δημιουργείται ο Κακόβατος απώθησαν τους Γλατσίτες από τον κάμπο και τους πήραν τις περιουσίες αλλά και οι ίδιοι τις είχαν εγκαταλείψει καθ’ ότι τα τρία ποτάμια Γλατσίτικο, Καλυδονίτικο, και Μιπαινεϊκο κατ’ έτος πλημύριζαν και ο κάμπος έμενε ακαλλιέργητος και ήταν αδιάβατος εξ’ ου και το όνομα Κακόβατος, κακό πέρασμα. Όμως οι Κακοβατίτες δεν αρκέστηκαν στις εκτάσεις πάνω από τον οικισμό αλλά προχώρησαν και στα υψώματα και συγκεκριμένα στην περιοχή της κάτω Γλάτσα μετά την καταστροφή του οικισμού αυτού από τον Ιμπραήμ οι κτηματίες αυτοί τις εγκατέλειψαν και συμπτύχθηκαν με τον νέο οικισμό. Όταν έγιναν οι οικισμοί κοινότητες οι Γλατσίτες είχαν χάσει την δύναμη τους, οι δε γύρω κοινότητες ήταν ακμαιότερες και δυνατότερες και έτσι κουτσουρεύτηκε η έκταση της κοινότητας.

Τώρα θα μιλήσω για την ζωή των προγόνων μας. Κατά την προ της επαναστάσεως του 1821 περίοδο όταν κυνηγήθηκαν οι Κολοκοτρωναίοι και ο Γέρος του Μοριά πήγε στα Επτάνησα, η αδερφή του Μάνθω περιπλανώμενη κατέληξε στην περιοχή μας και για να μην την κυνηγούν οι Τούρκοι παντρεύτηκε με κάποιον Φώτη ή Δημήτρη Δούφα ο οποίος ήταν και κουτσός. Αν και ήταν από οικογένεια τουρκοφάγων η κατάντια την είχε φέρει σε αυτή την μοίρα. Εξ’ ου και οι Δουφάιοι λέγουν ότι κατάγονται από τους Κολοκοτρωναίους. Κατά την διάρκεια της επαναστάσεως έτυχε να περνά από την περιοχή με τα παλικάρια του ο Κολοκοτρώνης. Όπως είχαν ξαποστάσει να ξεκουραστούν λίγο, ακούει την Μάνθω να κουβεντιάζει με τις γειτόνισσες και λέγει στους συντρόφους του <<μην μιλάτε, αυτή είναι η φωνή της αδερφής μου Μάνθως>>. Της μίλησε αν πράγματι ήταν αυτή και αμέσως ανταποκρίθηκε και συναντήθηκαν όπου είχαν να ιδωθούν πάνω από 15 χρόνια.

Όπως εξήγησα και πιο πάνω η περιοχή κατοικούταν από αρχαιοτάτων χρόνων. Οι γεωλογικές ανακατατάξεις δημιούργησαν και παρενέργειες στον οικισμό της παλιάς Γλάτσας και αν και κατοικούταν η περιοχή, στην περιοχή όπου είναι σήμερα ο οικισμός λέγεται ότι πρώτοι κατοίκησαν όπως αναφέρω πιο πάνω οι Μποφιλαίοι κυνηγημένοι από τους Τούρκους διότι λέγουν ότι είχαν κάνει φόνο. Μετά ήρθαν οι Σκουρδιτσαίοι, επειδή όμως καθημερινά είχαν καυγάδες τους εξανάγκασαν και τους έδιωξαν και πήγαν και κατοίκησαν στον Κακόβατο και έπειτα στην Καλύδονα. Μετά ήρθαν οι Φλεσσαίοι, Κρανιταίοι από Κράνα όπως και οι Κολιαδημαίοι, Θεοδωραίοι, Χριστακοπουλαίοι, Λαμπροπουλαίοι από Λινίσταινα. Οι περισσότεροι από αυτούς έρχονταν να ξεχειμωνιάσουν τα κοπάδια τους όπου τελικώς εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Από τους προ εγκαταστημένους ένα όνομα γνωρίζω, κάποιος Μάρκο-Αντώνης ο οποίος ήταν μεγαλοτσιφλικάς και απογόνους είχε ένα κορίτσι και έτσι το επώνυμο δεν έμεινε. Το μόνο γνωστό μέρος που φέρει το όνομά του είναι τα Μαρκέϊκα αλώνια, εκεί που είναι χτισμένο το δημοτικό σχολείο.

Σύντομα η συνέχεια...